- χεδρία
- χεδρία, ἡ, = sq., PLond.5.1833.5 (iv A. D.), PMasp.143.4 (vi A. D.): hence [full] χεδριοφόρος, ὁ,A hawker of χεδρίαι, ib.143v6 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χεδρία — ἡ, ΜΑ (περιλπτ. τ.) τα χεδροπά, τα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. συντμ. τ. < χεδροπά*] … Dictionary of Greek
χεδριοφόρος — ὁ, Μ πλανόδιος πωλητής οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεδρία + φόρος*] … Dictionary of Greek